- Καύκασον
- ΚαύκασοςMt. Caucasusmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MARE apud Esai — apud Esai. c. 11. v. 15. Nilus est; quem ita vocârunt etiam Arabes, propter amnis amplitu linem, et quia certis temporibus per totum Aegypti Delta maris instar effunditur. Unde Plin. l. 35. c. 11. Niti aqua est mari similis. Similiter lacus… … Hofmann J. Lexicon universale
ύψιστος — η, ο / ὕψιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ 1. πάρα πολύ ψηλός, υψηλότατος 2. (για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε πολύ μεγάλο ύψος («πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλης, ὀρων ὕψιστον», Αισχύλ.) 3. ανώτερος όλων, υπέρτατος 4. πάρα πολύ σημαντικός, μέγιστος (α.… … Dictionary of Greek